O προσανατολισμός της καθημερινής γλώσσας των πολιτών (και όχι μόνον της επικοινωνίας) προς την αποδοχή, τη χρήση και την αναπαραγωγή μιας παρενδεδυμένης ορολογίας
είναι αρχαιόθεν εκ των ων ουκ άνευ για την εξουσία, ώστε να
καθ-ιερώνει την κυριαρχία της.
Για παράδειγμα, ο κυρίαρχος σήμερα οικονομικός νεοφιλελευθερισμός ουδέποτε στην καθημερινή σημειολογία παραδέχεται, πόσω μάλλον διακηρύσσει, ότι είναι μια ακροδεξιά πολιτική.
’Οχι μόνον δεν επιτρέπει με τη ρητορική των στερεοτύπων που χρησιμοποιεί την ταύτιση νεοφιλελευθερισμού - ακροδεξιάς, αλλά αντιθέτως προωθεί παντί τρόπω την αποταύτιση των δύο εννοιών. Κι όταν λέμε «παντί τρόπω»,
δεν εννοούμε μόνον την τιτάνια προσπάθεια των θεραπαινίδων του νεοφιλελευθερισμού από τα ΜΜΕ ή των κηνσόρων του από τα φίλια κόμματα και τα ΑΕΙ, αλλά κυρίως τη ρουτίνα στην καθημερινή χρήση των όρων - αυτόν τον πολύ χρήσιμο για την εξουσία κομφορμισμό.
Για παράδειγμα και πάλι:
όταν σου κόβουν τον μισθό, δεν είναι αυτό μια ακροδεξιά πολιτική; Οταν
σχεδιάζουν να σου βουτήξουν το σπίτι, όταν σε παραδίδουν για την
ασφάλισή σου στον ιδιωτικό τομέα, όταν σε φορολογούν σαν Οθωμανό ραγιά,
δεν είναι όλα αυτά ακροδεξιά πολιτική;
Ομως, στην καθημερινή πολιτική επικοινωνία, ενώ όλα τα παραπάνω εύκολα χαρακτηρίζονται «νεοφιλελεύθερη πολιτική»
(ακόμα κι απ’ τους ίδιους τους νεοφιλελεύθερους, ανεξαρτήτως των
σοφιστειών με τις οποίες προσπαθούν να τη δικαιολογήσουν), σπανίως ή
ουδέποτε χαρακτηρίζονται ακροδεξιά πολιτική.
Μπορεί η πολιτική του νεοφιλελευθερισμού να είναι ακροδεξιά, μπορεί οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού να την χαρακτηρίζουν ως αναγκαίο κακό (αν είναι «σοσιαλίζοντες») ή ως τον μονόδρομο προς το σωστό (αν είναι δεξιοί), αλλά ούτε μεν ούτε οι δε δηλώνουν ότι ασκούν μια ακροδεξιά πολιτική. Διότι το φορτίο αυτού του όρου είναι βαρύ.
Η συρρίκνωση
της δημόσιας εκπαίδευσης, η αποσάθρωση του δημόσιου συστήματος υγείας
χάριν του ιδιωτικού, ο υποσιτισμός των παιδιών, η καταστολή της
διαμαρτυρίας, η ενοχοποίηση της σκέψης, η εξαθλίωση της εργασίας, η
εξώθηση των ανθρώπων στην αυτοκτονία, όλα αυτά και πολλά άλλα συνιστούν μια ακροδεξιά πολιτική.
Αυτή η ακροδεξιά πολιτική,
ήδη από την εποχή προ των Μνημονίων, υπηρετήθηκε απ’ τον δικομματικό
μονοκομματισμό, ενώ στην τρέχουσα συγκυρία διανθίζεται και από ένα πρώην
αριστερό απόκομμα.
Το ωραίον είναι ότι αυτή η ακροδεξιά πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, έτσι όπως ασκείται από την κορυφή του συστήματος, προκαλεί μια αποστροφή στη λαϊκή βάση που διοχετεύεται σε ένα επίσης ακροδεξιό μόρφωμα, ήτοι
μια (προ)κατασκευασμένη μακριά και μαύρη χείρα του συστήματος, προορισμένη να ανταποκριθεί σε αυτόν τον ρόλο.
Το φαινόμενο
έχει συμβεί επανειλημμένως με τις ίδιες μορφές (Γερμανία της δεκαετίας
του 1930) ή άλλες (ΗΠΑ, όταν στην ίδια δεκαετία ο υπόκοσμος διέλυε τα
συνδικάτα), διότι προβλέπεται απ’ το σύστημα να συμβεί, παρασκευάζεται και υπνώττει ώσπου να χρειασθεί να εκδηλωθεί.
Σήμερα λοιπόν στην Ελλάδα, τα κόμματα που υπηρετούν τον νεοφιλελευθερισμό, ασκώντας μια ακροδεξιά πολιτική που με τη σειρά της παράγει ως υποπροϊόν ένα ακροδεξιό μόρφωμα,
καλούν σε στράτευση εναντίον του
τα άλλα κόμματα. (Που αυθαιρέτως κατηγοριοποιούν ως κόμματα ενός
φανταστικού «δημοκρατικού τόξου»). Οξύμωρο, αλλά έξυπνο οξύμωρο. Αν ακροδεξιά
είναι μόνον
η Χρυσή Αυγή, δεν είναι ακροδεξιά, σου λέει, η κυβερνητική πολιτική
(άντε, απλώς νεοφιλελεύθερη). Παρ’ ότι ξεπατώνει πρόσωπα, οικογένειες,
τάξεις, δεν είναι ακροδεξιά αυτή η πολιτική. Παρ’ ότι ξεπουλά την
πατρίδα, άλλοι να ’χουν το όνομα (οι
επίγονοι των δωσιλόγων) κι άλλοι να ’χουν τη χάρη να ολοκληρώνουν τη βρώμικη δουλειά.
Με δυο λόγια: τα κόμματα που εφαρμόζουν μια ακροδεξιά πολιτική, μας καλούν σε αντιφασιστική συμμαχία εναντίον του ακροδεξιού μορφώματος που η πολιτική τους δημιουργεί.
Εξυπνο. Εχει λειτουργήσει και στο παρελθόν. Διότι το σχήμα αυτό λειτουργεί σαν τανάλια που βάζει τον λαό στη μέση. Από τη μια μεριά υπάρχει
ο φασισμός που μετέρχεται η νεοφιλελεύθερη ελίτ ασκώντας την ακροδεξιά πολιτική κι από την άλλη (ως χρήσιμος κίνδυνος) το ακροδεξιό μόρφωμα που διεμβολίζει τον λαό
όχι μόνο ως παράγωγο το ίδιο και υποδοχέας αυτής της πολιτικής (ώστε αυτή να εκτονώνεται ανώδυνα για το σύστημα), αλλά και επιπροσθέτως προτείνοντας στον λαό μια ακροδεξιά αντίδραση στην ακροδεξιά πολιτική. Παράλογο. Ατελέσφορο. Θανατηφόρο.
Αυτή η τανάλια δεν φαίνεται εύκολα, ιδιαιτέρως αν συγκαλύπτεται με τη «θεωρία των δύο άκρων», όταν δηλαδή από τις δύο αποφύσεις του φασισμού στην τανάλια αφαιρείται η μία και στη θέση της τοποθετείται η Αριστερά.
Βεβαίως, εδώ ανακύπτει ένα ακόμα παράλογο: αν η Αριστερά είναι η άλλη άκρη του φασισμού, πώς τα κυβερνητικά κόμματα ζητούν τη συμμαχία της εναντίον του; Θρασύ παράλογον!
Ομως τα πράγματα, ως συνήθως, είναι πιο απλά. Τα κόμματα που υπηρετούν τον νεοφιλελευθερισμό εφαρμόζουν ακροδεξιά πολιτική. Ο ακροδεξιός κίνδυνος που η ίδια η πολιτική τους παράγει χρησιμοποιείται επίσης απ’ τα ίδια ως φασιστική ομοιοπαθητική της δημοκρατίας.
Τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει! Εκτός κι αν υπάρχουν οι Κύκλωπες και οι Γρύπες.
Αντιφασιστικό μέτωπο με μνημονιακά κόμματα που εφαρμόζουν ακροδεξιά πολιτική και παράγουν φασισμό (είτε ως λόγο της πολιτικής τους, είτε ως «αντίλογο» στην πολιτική τους) δεν μπορεί να υπάρξει.
Ας σκληρίζει ο κ. Βενιζέλος. Η πολιτική του, η ακροδεξιά πολιτική του, αφάνισε την πατρίδα και δημιούργησε τους Μιχαλολιάκους. Οι δυνάμεις που θέλουν
να
σώσουν τον λαό και την πατρίδα, να την απαλλάξουν απ’ τους
Μιχαλολιάκους και τον φασιστικό κίνδυνο, δεν έχουν καμμιά δουλειά με
όσους τον δημιούργησαν, με όσους εφαρμόζουν οι ίδιοι ακροδεξιά πολιτική.
Ή μήπως
δεν είναι ακροδεξιά πολιτική η άρση της Ασυλίας της χώρας, η υποταγή
στην Κομαντατούρ των Μνημονίων, η ποινικοποίηση της γνώμης και η
υποδούλωση της εργασίας; Φασιστική του κερατά είναι.
*Δημοσιεύθηκε στο enikos.gr την Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013iskra.gr