Συντάκτης: Κώστας Βαξεβάνης
Ήταν Φθινόπωρο του 2001 στη Βηρυτό. Μια μαύρη Μερσεντές σταμάτησε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ο οδηγός, μας ζήτησε πιεστικά να μπούμε μέσα. Μας πήρε τα κινητά τηλέφωνα και απαίτησε να ξαπλώσουμε μπρούμυτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ήταν πολύ πειστικός. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο μετά από 20 περίπου λεπτά. Μπήκαμε σ’ ένα κτήριο που ήταν τελικώς σχολείο. Περάσαμε μια αίθουσα με παιδιά που δεν ξαφνιάστηκαν ιδιαίτερα από την είσοδο τριών ανθρώπων με μια κάμερα και καταλήξαμε σε ένα δωμάτιο με σημαίες της Χεζμπολάχ.
Η επόμενη ώρα ήταν από τις πιο συγκλονιστικές της καριέρας μου. Τρεις μαχητές της Χεζμπολάχ περιέγραψαν μπροστά στην κάμερα τι ήταν γι αυτούς η μάχη ως το θάνατο. Με μεγάλη φυσικότητα με διαβεβαίωσαν πως ήταν έτοιμοι να γίνουν μάρτυρες. Να ριχτούν δηλαδή ζωσμένοι με εκρηκτικά πάνω στον εχθρό, όχι μόνο για να τον σκοτώσουν, αλλά για να δώσουν το μήνυμα της αυταπάρνησης. Ενός όπλου που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Τα χρόνια που ακολούθησαν συνάντησα δεκάδες τέτοιους ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχω πολλά να πω γι αυτούς. Όχι όμως πως είχαν κάποιου είδους αυτοκτονικό ιδεασμό.
Παραδείγματα τέτοιας αυταπάρνησης έχουν όλοι οι λαοί. Από το ελληνικό Κούγκι και το Ζάλογγο, ως το ιαπωνικό χαρακίρι, οι άνθρωποι πολλές φορές ιεραρχούν σ’ ένα προσωπικό ή κοινωνικό σύστημα αξιών, την αξιοπρέπεια ή το ηθικό μήνυμα, πάνω από την ίδια τη ζωή. Δεν είναι θέμα σωστού ή λάθους ώστε να το αποδεχθείς ή να το απορρίψεις. Είναι μια ιεράρχηση που αποδίδει στη ζωή αξία με μέτρο το πώς αυτή έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που είναι ευτυχισμένοι όταν η ζωή τους δεν είναι αναξιοπρεπής και όχι όταν αγοράζουν καινούριο σώβρακο συγκεκριμένης μάρκας. Δεν είναι ούτε ήρωες απαραίτητα, ούτε ψυχοπαθείς. Είναι άνθρωποι άλλης ιεράρχησης.
Με αυτοκτονία ξεκίνησε η αραβική άνοιξη. Με αυτοκτονία και η πρώτη διαμαρτυρία για την ελληνική χούντα. Το δρόμο της αυτοκτονίας διάλεξε και ο συνταξιούχος φαρμακοποιός, επιλέγοντας με τον τρόπο αυτό να στείλει το μήνυμα. Στα 77 του χρόνια, το μήνυμα ενδεχομένως είχε μεγαλύτερη αξία από τη ζωή μερικών ακόμη χρόνων.
Σκεφθείτε την εικόνα. Στέκεται στο Σύνταγμα, απέναντι από τη Βουλή, βάζει το όπλο στον κρόταφο και αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια των περαστικών. Μπαμ και μετά σιωπή. Οι μισοί τρομαγμένοι και οι άλλοι μισοί αποσβολωμένοι. Ακόμη και κάποιοι ανόητοι του Κοινοβουλίου κρατούν για λίγο κλειστό το στόμα τους, πριν αποφασίσουν πως πρέπει να δημιουργήσουν τα άλλοθι του δολοφόνου.
Η πρώτη “πολιτική” δήλωση που γίνεται, είναι πως δεν πρέπει να υπάρξει πολιτική εκμετάλλευση της αυτοκτονίας. Πως πρέπει δηλαδή να υποβιβαστεί το μήνυμα. Γιατί η αυτοκτονία έγινε για το μήνυμα. Το δεύτερο μήνυμα αναλαμβάνουν να το στείλουν οι τηλεψυχολόγοι: “για να φτάσει σε σημείο αυτοκτονίας πρέπει να υπάρχει εκ των πραγμάτων ψυχική διαταραχή, ένα είδος παρεκτροπής”.
Ας αφήσουμε το γεγονός πως η ψυχική διαταραχή -αν υπάρχει-, δεν δημιουργήθηκε από τον κακό καιρό, αλλά απ’ όσα περιγράφει στο γράμμα του ο αυτόχειρας. Ας πάμε στον “αυτοκτονικό ιδεασμό” που διέπει την αντίληψη των “ειδικών”. Αυτούς τους μουτζαχεντίν που αυτοανατινάσσονται μπροστά στις κάμερες για να πείσουν πως όλα είναι θέμα ψυχολογίας και όχι πολιτικής εκφράζοντας μάλιστα την συμπάθειά τους για να μην παρεξηγηθούν. Μπορεί αυτή τη φορά να πείσουν πως ένας τρελός γέρος λέκιασε τα κοστούμια της ευπρέπειας με τους καφέδες που αναποδογύρισαν όταν άκουσαν τρομαγμένοι τον πυροβολισμό, αλλά υπάρχουν εκατομμύρια έλληνες που λένε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Και είναι λίγο δύσκολο να είναι όλοι τρελοί. Μάλλον οι ειδικοί πάσχουν από αυτοκτονικό ιδεασμό. Για χάρη της πολιτικής όμως και όχι της ψυχολογίας.
Ήταν Φθινόπωρο του 2001 στη Βηρυτό. Μια μαύρη Μερσεντές σταμάτησε στην είσοδο του ξενοδοχείου. Ο οδηγός, μας ζήτησε πιεστικά να μπούμε μέσα. Μας πήρε τα κινητά τηλέφωνα και απαίτησε να ξαπλώσουμε μπρούμυτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ήταν πολύ πειστικός. Βγήκαμε από το αυτοκίνητο μετά από 20 περίπου λεπτά. Μπήκαμε σ’ ένα κτήριο που ήταν τελικώς σχολείο. Περάσαμε μια αίθουσα με παιδιά που δεν ξαφνιάστηκαν ιδιαίτερα από την είσοδο τριών ανθρώπων με μια κάμερα και καταλήξαμε σε ένα δωμάτιο με σημαίες της Χεζμπολάχ.
Η επόμενη ώρα ήταν από τις πιο συγκλονιστικές της καριέρας μου. Τρεις μαχητές της Χεζμπολάχ περιέγραψαν μπροστά στην κάμερα τι ήταν γι αυτούς η μάχη ως το θάνατο. Με μεγάλη φυσικότητα με διαβεβαίωσαν πως ήταν έτοιμοι να γίνουν μάρτυρες. Να ριχτούν δηλαδή ζωσμένοι με εκρηκτικά πάνω στον εχθρό, όχι μόνο για να τον σκοτώσουν, αλλά για να δώσουν το μήνυμα της αυταπάρνησης. Ενός όπλου που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί. Τα χρόνια που ακολούθησαν συνάντησα δεκάδες τέτοιους ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο. Έχω πολλά να πω γι αυτούς. Όχι όμως πως είχαν κάποιου είδους αυτοκτονικό ιδεασμό.
Παραδείγματα τέτοιας αυταπάρνησης έχουν όλοι οι λαοί. Από το ελληνικό Κούγκι και το Ζάλογγο, ως το ιαπωνικό χαρακίρι, οι άνθρωποι πολλές φορές ιεραρχούν σ’ ένα προσωπικό ή κοινωνικό σύστημα αξιών, την αξιοπρέπεια ή το ηθικό μήνυμα, πάνω από την ίδια τη ζωή. Δεν είναι θέμα σωστού ή λάθους ώστε να το αποδεχθείς ή να το απορρίψεις. Είναι μια ιεράρχηση που αποδίδει στη ζωή αξία με μέτρο το πώς αυτή έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που είναι ευτυχισμένοι όταν η ζωή τους δεν είναι αναξιοπρεπής και όχι όταν αγοράζουν καινούριο σώβρακο συγκεκριμένης μάρκας. Δεν είναι ούτε ήρωες απαραίτητα, ούτε ψυχοπαθείς. Είναι άνθρωποι άλλης ιεράρχησης.
Με αυτοκτονία ξεκίνησε η αραβική άνοιξη. Με αυτοκτονία και η πρώτη διαμαρτυρία για την ελληνική χούντα. Το δρόμο της αυτοκτονίας διάλεξε και ο συνταξιούχος φαρμακοποιός, επιλέγοντας με τον τρόπο αυτό να στείλει το μήνυμα. Στα 77 του χρόνια, το μήνυμα ενδεχομένως είχε μεγαλύτερη αξία από τη ζωή μερικών ακόμη χρόνων.
Σκεφθείτε την εικόνα. Στέκεται στο Σύνταγμα, απέναντι από τη Βουλή, βάζει το όπλο στον κρόταφο και αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια των περαστικών. Μπαμ και μετά σιωπή. Οι μισοί τρομαγμένοι και οι άλλοι μισοί αποσβολωμένοι. Ακόμη και κάποιοι ανόητοι του Κοινοβουλίου κρατούν για λίγο κλειστό το στόμα τους, πριν αποφασίσουν πως πρέπει να δημιουργήσουν τα άλλοθι του δολοφόνου.
Η πρώτη “πολιτική” δήλωση που γίνεται, είναι πως δεν πρέπει να υπάρξει πολιτική εκμετάλλευση της αυτοκτονίας. Πως πρέπει δηλαδή να υποβιβαστεί το μήνυμα. Γιατί η αυτοκτονία έγινε για το μήνυμα. Το δεύτερο μήνυμα αναλαμβάνουν να το στείλουν οι τηλεψυχολόγοι: “για να φτάσει σε σημείο αυτοκτονίας πρέπει να υπάρχει εκ των πραγμάτων ψυχική διαταραχή, ένα είδος παρεκτροπής”.
Ας αφήσουμε το γεγονός πως η ψυχική διαταραχή -αν υπάρχει-, δεν δημιουργήθηκε από τον κακό καιρό, αλλά απ’ όσα περιγράφει στο γράμμα του ο αυτόχειρας. Ας πάμε στον “αυτοκτονικό ιδεασμό” που διέπει την αντίληψη των “ειδικών”. Αυτούς τους μουτζαχεντίν που αυτοανατινάσσονται μπροστά στις κάμερες για να πείσουν πως όλα είναι θέμα ψυχολογίας και όχι πολιτικής εκφράζοντας μάλιστα την συμπάθειά τους για να μην παρεξηγηθούν. Μπορεί αυτή τη φορά να πείσουν πως ένας τρελός γέρος λέκιασε τα κοστούμια της ευπρέπειας με τους καφέδες που αναποδογύρισαν όταν άκουσαν τρομαγμένοι τον πυροβολισμό, αλλά υπάρχουν εκατομμύρια έλληνες που λένε ακριβώς τα ίδια πράγματα. Και είναι λίγο δύσκολο να είναι όλοι τρελοί. Μάλλον οι ειδικοί πάσχουν από αυτοκτονικό ιδεασμό. Για χάρη της πολιτικής όμως και όχι της ψυχολογίας.