ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΟΥΛΑΜΕ ΚΙΝΕΖΙΚΑ ΣΕ ΚΙΝΕΖΟΥΣ, ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΚΙΝΑ! ΕΡΗΜΩΣΕ Η ΑΓΟΡΑ!
Η δραματική οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται πλέον τα ελληνικά νοικοκυριά και ολόκληρη η οικονομία της χώρας, που πλήττει και τον ελληνικό εμπορικό κόσμο, αντανακλά και στις κινέζικες εμπορικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και τους κινέζους εργαζόμενους σε αυτές. Απογοητευμένοι, καθώς οι δουλειές ολοένα και συρρικνώνονται, σκέφτονται να εγκαταλείψουν οριστικά τη χώρα στην οποία βρέθηκαν, στην αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Οι Κινέζοι μετανάστες του κέντρου της Αθήνας, βλέπουν τον τζίρο των μαγαζιών στα οποία εργάζονται, να πέφτει δραματικά. Ακόμα και αυτά τα προιόντα τους, που μέχρι πρότινος ήταν πολύ φτηνά και προσιτά για τον έλληνα αγοραστή, μένουν πλέον απούλητα. Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ που παραθέτουμε στη συνέχεια.
Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΤΣΑΪΝΑΤΑΟΥΝ ΜΑΡΑΖΩΝΕΙ
Οι Κινέζοι των Αθηνών μετά την πτώση του τζίρου και το 2011 κλείνουν τα καταστήματα και επιστρέφουν στην πατρίδα τους
Μεσημέρι στην οδό Αγησιλάου. Μια τηλεόραση στη μέση του πεζοδρομίου παίζει μια κινέζικη ταινία, τρία αγόρια την παρακολουθούν γονατισμένα στο πεζοδρόμιο. Ούτε κόκκινοι δράκοι ούτε ψάθινα καπέλα ούτε σπίτια - γόνδολες και μεταξένιες ρόμπες. Μόνο πολλοί άνθρωποι που τρέχουν πάνω - κάτω, μηχανάκια παντού και παιδιά που τρώνε στη μέση του δρόμου. Εκατόν πενήντα μαγαζιά σε είκοσι οικοδομικά τετράγωνα. Αυτή είναι η Chinatowτων Αθηνών. Ή τουλάχιστον, αυτή ήταν μέχρι σήμερα. Γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν σε ένα χρόνο από τώρα θα υπάρχει ακόμα στο Μεταξουργείο αυτή η μικρή ασιατική πολιτεία.
Από το 2000 και μετά, είκοσι χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν σιγά σιγά εδώ από την Κίνα, να στήσουν τη δική τους αποικία. Δεν ήταν ποτέ τόσο γραφική όσο εκείνη της Αγγλίας ούτε τόσο ξεχωριστή όσο εκείνη της Αμερικής. Οι Κινέζοι στην Ελλάδα, βλέπετε, δεν ήρθαν για να μείνουν - ποιος αφήνει τη χώρα του για να ζήσει στην Ευριπίδου και στην Αγησιλάου;
Ηρθαν να βγάλουν λεφτά να στείλουν στην πατρίδα τους και να βγάλουν και βίζα, να περάσουν στην Ευρώπη. Η Ελλάδα ήταν απλώς ο ενδιάμεσος σταθμός. Κι έτσι, κανείς εδώ δεν μιλάει Ελληνικά, κανείς δεν κυκλοφορεί μετά τις 9 το βράδυ, κανείς δεν δουλεύει λιγότερο από 12 ώρες τη μέρα. Αλλά τα πράγματα αλλάζουν - και όσο περνάει ο καιρός, ούτε αυτά δεν σου εξασφαλίζουν πια μια καλή ζωή στην κινέζικη γειτονιά της Αθήνας.
Μέσα στο 2010, έκλεισε το 10% των κινέζικων μαγαζιών. «Ο τζίρος έπεσε στο μισό», λέει ο Σαν που πουλάει ρούχα. «Και μετά, δεν ξανανέβηκε ποτέ. Ολο και κλείνουν μαγαζιά, όλο και πέφτουμε». Στους δρόμους γύρω από την Αγησιλάου, το κύμα επιστροφής για την Κίνα ξεκίνησε στα μέσα του 2011. «Τώρα που το σκέφτομαι, το 2010 ήταν σχετικά καλό», λέει ο Σαν. «Αλλά το 2011, όχι». «Και το 2012;», τον ρωτάω. Ο Σαν κουνάει το κεφάλι.
«Το 2012 είναι η Χρονιά του Δράκου!», λέει γελώντας. «Εγώ ήθελα ο Δράκος να με βρει στην Ιταλία», κάνει ο Τομ από δίπλα. Το σχέδιό του μερικά χρόνια πριν που ήρθε στην Ελλάδα ήταν να περάσει στην Ανκόνα με πλοίο και να καταλήξει στο Μιλάνο ή στη Ρώμη. «Αλλά πώς;», μονολογεί. Πλέον, όλα άλλαξαν. Οι περισσότεροι άνθρωποι που ήρθαν εδώ κάνοντας το μακρύ ταξίδι από την Κίνα καταλαβαίνουν πως πια τα σχέδια που τους έφεραν στην Ελλάδα είναι απίθανο να πραγματοποιηθούν. Και ο Τομ δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ο ΤΣΕ ΚΑΙ ΛΕΪΑ
Χωρίς τον Τομ, αυτό το ρεπορτάζ θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει. Είναι 35 χρόνων και έχει αγγλικό όνομα γιατί ο πατέρας του ήταν ναυτικός από την Αγγλία. Στα 20 του βρέθηκε στην Κίνα κι ερωτεύτηκε μια κοπέλα από ένα χωριουδάκι. Κι έτσι, ο Τομ, ο γιος του, μπορεί να είναι Κινέζος, αλλά ξέρει αγγλικά και μπορεί να μου μεταφράζει ό,τι λένε οι συμπατριώτες του. «Το κακό», λέει, «είναι που δεν έχω και αγγλικό διαβατήριο!». Εστω κι έτσι, ο Τομ έχει σαφές πλεονέκτημα σε σχέση με τους συμπατριώτες του. Κανείς άλλος απ' όσους συναντώ στην Τσάιναταουν της Αθήνας δεν μιλάει αγγλικά. «Αν μπορούσα, θα μάθαινα κι Ελληνικά», λέει ο Τομ. «Αλλά ώς το καλοκαίρι, bye - bye Greece!».
Μπορεί να μην ξέρει ακόμα πού θα πάει, αλλά είναι σίγουρος πως θα φύγει. Και δεν είναι ο μόνος. Ο Τσε και η Λέια από την επαρχία Φουτσιάν είναι πια εδώ δέκα χρόνια σχεδόν. Τα μέρη της Αθήνας όπου έχει ζήσει η Λέια μπορεί και τα προφέρει - «πρώτα Πατήσια, Κυψέλη, μετά Ομόνοια», λέει όταν τη ρωτάω που έχει δουλέψει. Και από πρόπερσι, εδώ. «Το στοκ στο μαγαζί τώρα μπορεί να κρατήσει κι έξι μήνες», μου μεταφράζει ο Τομ. «Μπορεί και παραπάνω. Παλιά, το 2008, σε ένα - δύο μήνες ξεπουλούσες». Παρά ταύτα, η Λέια δεν θέλει να φύγει από την Ελλάδα - μπορεί οι δουλειές να μην πηγαίνουν καλά, αλλά εδώ γεννήθηκε η κόρη της και δεν θέλει να της αναστατώσει τη ζωή.
Ομως, όσο βαθαίνει περισσότερο η κρίση, ο άνδρας της ο Τσε επιμένει όλο και πιο πολύ. «Δεν βγάζουμε αρκετά λεφτά για να τα στέλνουμε στην Κίνα πια», της λέει. «Τι νόημα έχει να ζούμε εδώ;». Δεν είναι ο μόνος που σκέφτεται έτσι, καθένας στην Τσάιναταουν της Αθήνας έχει τουλάχιστον τρεις γνωστούς που άφησαν πίσω τους την Ελλάδα.
Ακόμα και ο Τομ που μεταφράζει τα λόγια του Τσε μοιάζει να συμφωνεί μαζί του. «Εμείς ήρθαμε εδώ για να πουλάμε κινέζικα στους Ελληνες», λέει. «Αν είναι να πουλάμε κινέζικα στους Κινέζους, πάμε και στο Πεκίνο». «Οι Ελληνες δεν αγοράζουν πια από εδώ;», τον ρωτάω. «Οχι μόνο από εδώ», απαντάει. «Οι Ελληνες δεν αγοράζουν πια από πουθενά!».
ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΑΣ
Πλαστικά κουπάκια με βραστό λάχανο απλωμένα πάνω σε τσίγκινα τραπέζια και καλάθια γεμάτα τηγανισμένα φρούτα. Με λιγότερο από ένα ευρώ μπορείς να αγοράσεις ό,τι σου φαίνεται ορεκτικό. ΄Η μπορείς να πάρεις ένα μπλουζάκι με πλαστική στάμπα από το μαγαζί με τα κόκκινα γράμματα απέναντι ή ένα νεροπίστολο από τον πάγκο στο πεζοδρόμιο ή κάποιο άλλο από αυτά τα αντικείμενα που σε ένα ελληνικό μαγαζί θα έκανε από πέντε ευρώ και πάνω. Μόνο που πια πολύ σπάνια έρχονται Ελληνες εδώ για να αγοράσουν οτιδήποτε.
Κι έτσι, από τα κινεζικά μαγαζιά μόνο κάποια καταστήματα χονδρικής αντέχουν ακόμα, που εφοδιάζουν ελληνικές επιχειρήσεις.
«Αυτά που δεν έχουν μεγάλα νοίκια» μου εξηγεί ο Τσε, «γιατί δεν έχουν πρόσοψη στον δρόμο, αλλά μόνο μια υπόγεια αποθήκη για να φορτώνουν και να ξεφορτώνουν εμπόρευμα». Και βέβαια, αντέχει ακόμα και το σήμα κατατεθέν της κινεζικής πολιτείας, το εξαώροφο εμπορικό κέντρο Chinatown στο 43 της Αγησιλάου. Μπορεί στους ορόφους του να έχει κάποια μαγαζιά κλειστά, αλλά συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη μικρή κοινωνία των Kινέζων της Αθήνας. Στον πέμπτο υπάρχει ακόμη η μοναδική κινεζική εφημερίδα της Ελλάδας, αλλά και το κινεζικό σχολείο - ένα αγοράκι με σακίδιο στην πλάτη ανεβαίνει τους ορόφους μαζί μου.
Αλλά στους δρόμους γύρω από το Chinatown τα πράγματα αλλάζουν με πολύ πιο ταχύ ρυθμό. Είναι απόγευμα, γύρω στις τέσσερις, και η εικόνα μοιάζει σαν τα πρώτα καρέ από τις παλιές ταινίες καράτε. Ενα φορτηγό έχει παρκάρει στη μέση του δρόμου. Πέντε μικρόσωμοι άνθρωποι σέρνουν πάνω - κάτω στη ράμπα του τα καρότσια τους. Τα ανεβάζουν γεμάτα, τα κατεβάζουν άδεια. Βιάζονται τόσο πολύ, που νομίζεις πως κάτι παράνομο κάνουν. Πως όπου να 'ναι θα έρθει ο καλός της ταινίας να τους πιάσει στα πράσα.
Αλλά ο μόνος που έρχεται είναι ένας νεαρός Κινέζος με ένα μπλοκ στο χέρι. «Κουάι!», φωνάζει. «Κουάι!». Και τα καρότσια τρέχουν ακόμα πιο γρήγορα. Κανείς εδώ δεν διαμαρτύρεται για τις συνθήκες εργασίας. Ο Τομ γελάει όταν τον ρωτάω. Μου εξηγεί πως όποιος έχει δουλειά ακόμα στην κινεζική γειτονιά κάνει ό,τι μπορεί για να την κρατήσει. «Ενα στα τρία μαγαζιά έχει κλείσει, ένας στους τρεις από εμάς έχει ήδη γυρίσει πίσω».
Δεν είναι επίσημα στατιστικά στοιχεία, αλλά ο Τσε που μου τα λέει έχει ήδη δέκα χρόνια στην οδό Αγησιλάου. Τόσα ακριβώς όσα έχει να δει το σπίτι των γονιών του στο Κινμέν, στην επαρχία Φουτσιάν στα νότια της Κίνας. «Εχω τέσσερις φίλους που γύρισαν πίσω και έναν που έφυγε στη Βραζιλία», λέει. Αν μπορούσε να πείσει τη Λέια, τη γυναίκα του, ο Τσε θα είχε φύγει κι εκείνος εδώ και καιρό. «Το μαγαζί που δουλεύω κάθε δεύτερη εβδομάδα κάποιος θα επιχειρήσει να το κλέψει», λέει.
Αλλά με ένα παιδί που πάει σχολείο το να φύγεις από την Ελλάδα δεν είναι εύκολη απόφαση. Τον ρωτάω τι σκοπεύει να κάνει.
«Κοίτα γύρω σου», μου απαντάει ο Τσε, «και πες μου εσύ τι θα έκανες». Είναι μόλις πέντε το απόγευμα και η περιοχή έχει σχεδόν ερημώσει. Πελάτης πουθενά. Ο Τσε σηκώνει τους ώμους. «Οπότε, τι μπορώ να κάνω;» λέει. «Η Λέια αργά ή γρήγορα θα το πάρει απόφαση». Την εποχή της κρίσης ο δρόμος του μεταξιού μοιάζει να οδηγεί πάλι πίσω στην Κίνα.
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012