Η κρίση και η απειλή κοινωνικής καταστροφής Όταν στις 23 Απριλίου 2010 ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε την απόφαση προσφυγής στο ΔΝΤ και στους μηχανισμούς της Ε.Ε. και της ΕΚΤ για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, ήταν σαφές πως άνοιγε μια καινούργια σελίδα στην ιστορία αυτού του τόπου. Δυο χρόνια αργότερα, είναι κοινή διαπίστωση όλων, εντός και εκτός Ελλάδας, ότι η χώρα μας ζει μια από τις χειρότερες περιόδους της νεότερης ιστορίας της, καθώς την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας και τον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας συνοδεύουν εντεινόμενα φαινόμενα κοινωνικής καταστροφής, που τείνει να προσλάβει πρωτοφανείς, για τα μεταπολεμικά δεδομένα, διαστάσεις. Η κοινωνική καταστροφή έγκειται, κατά κύριο λόγο, στη ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, των μισθωτών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, των αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών της πόλης και της υπαίθρου, των μικροβιοτεχνών, των μικρεμπόρων, της μεγάλης πλειονότητας των κάθε είδους μικροεπιχειρηματιών. Η απαξίωση της εργασίας, με τις περικοπές μισθών που καταδικάζουν μεγάλο μέρος των εργαζομένων να ζει πολύ κάτω από τα όρια της φτώχειας, σε συνδυασμό με την εκρηκτική άνοδο του ποσοστού των ανέργων, που έφτασε πια τα επίπεδα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, έχει άμεσες επιπτώσεις και στα μικροϊδιοκτητικά λαϊκά στρώματα, με την αθρόα συρρίκνωση του κύκλου εργασιών και τη διακοπή λειτουργίας μικροεπιχειρήσεων, που οδηγεί στην πύκνωση των γραμμών των νεόπτωχων και των ανέργων και με κόσμο προερχόμενο και από τα στρώματα αυτά. Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης είναι ιδιαίτερα οδυνηρές για τη νεολαία μας, η μεγάλη πλειονότητα της οποίας βρίσκεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα ή την άμεση απειλή της ανεργίας, ενώ ο τόπος μας αρχίζει να ζει και πάλι τον εφιάλτη της μαζικής μετανάστευσης, που τώρα πια αφορά κυρίως σε ειδικευμένο δυναμικό και ιδιαίτερα σε πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Την εικόνα της κοινωνικής καταστροφής συμπληρώνει η τάση συρρίκνωσης έως και διάλυσης κάθε μορφής κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας, που είναι ολοφάνερη πια στον τομέα της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης. Όλο και μεγαλύτερα τμήματα του λαού μας τείνουν να στερηθούν ακόμα και τις στοιχειώδεις παροχές ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με τραγικές συνέπειες κυρίως για τους ηλικιωμένους απόμαχους της εργασίας. Αντίστοιχη απαξίωση κάθε έννοιας δικαιώματος σε δημόσιες υπηρεσίες διαπιστώνεται και εντείνεται στον τομέα της εκπαίδευσης, όπου φέτος τα σχολεία λειτούργησαν χωρίς βιβλία, πολλά απ’ αυτά και χωρίς θέρμανση, ενώ η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καθίσταται αδύνατη για όλο και αυξανόμενο ποσοστό νέων, που οι οικογένειές τους αδυνατούν, πλέον, να ανταποκριθούν στα έξοδα που συνεπάγεται το μοναδικό σε όλη την Ευρώπη φαινόμενο της παραπαιδείας των φροντιστηρίων. Σημαντική πλευρά των φαινομένων κοινωνικής καταστροφής αποτελεί η εξάπλωση μιας αίσθησης ανημπόριας και αδιεξόδου, που σχετίζεται άμεσα τόσο με την αλματώδη αύξηση ψυχικών νοσημάτων, με κύρια εκδήλωση τη μαζική κατάθλιψη, όσο και με την κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών. Αντιστοίχως, εξαιρετικά απειλητική προβάλλει η ένταση της εγκληματικότητας, που τείνει να προσλάβει πρωτοφανή χαρακτηριστικά, εντείνοντας το συνολικότερο κλίμα ανασφάλειας και δημιουργώντας ευνοϊκό πεδίο για την ασύδοτη τρομοκρατική και δολοφονική δράση φασιστικών παρακρατικών μηχανισμών. Περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, σε όλη τη μεταπολεμική ιστορία αυτού του τόπου, το κυρίαρχο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης, ο περιορισμός των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, η εντεινόμενη οικονομική εξαθλίωση και η δυναμική προβολή του φασισμού ως διεξόδου, διαμορφώνουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που προμηνύει ένα ζοφερό μέλλον για τον λαό μας, για τη ζωή μας, για τον τόπο μας. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση και τους τεράστιους κινδύνους που προδιαγράφονται, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ίδια με αυτήν που έδωσε ο λαός μας σε άλλες κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του και συνοψίζεται σε δυο λέξεις: Αλληλεγγύη-Αντίσταση! Η ιστορική εμπειρία. Η αντιμετώπιση του κινδύνου κοινωνικής καταστροφής στα χρόνια της κρίσης του ’30 και στην περίοδο της Κατοχής. Προφανώς, δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε βρεθεί ως ελληνικός λαός μπροστά στο φάσμα της κοινωνικής καταστροφής. Σε δυο περιπτώσεις, με τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και με την κατάκτηση της πατρίδας μας από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα, ζήσαμε καταστάσεις που δεκαετίες μετά εξακολουθούν να παραμένουν εφιαλτικές στην ιστορική μνήμη. Εντούτοις, και στις δυο αυτές περιπτώσεις, ο λαός μας μπόρεσε να ανταπεξέλθει και να βγει νικητής, εξαιτίας ακριβώς του συνδυασμού της Αλληλεγγύης με την Αντίσταση. Έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πολλά για τους συνδικαλιστικούς αγώνες της περιόδου 1930-36 και ακόμα περισσότερα για το μεγάλο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής. Λίγα, όμως, είναι γνωστά για το υπόβαθρο πάνω στο οποία στηρίχτηκαν και οικοδομήθηκαν όλα αυτά, και που δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη και στις δυο περιπτώσεις κινημάτων κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αναφορά σ’ αυτά τα κινήματα, η άντληση από την εμπειρία τους, η μελέτη των μορφών εκδήλωσής τους, μας είναι και σήμερα εξαιρετικά πολύτιμη, καθώς βιώνουμε καταστάσεις που θυμίζουν έντονα εκείνους τους καιρούς, τηρουμένων βέβαια των όποιων αναλογιών. Η κρίση του 1929 έκανε την εμφάνισή της πολύ σύντομα και στην Ελλάδα, για να αποκορυφωθεί το 1932 με την κήρυξη του ελληνικού κράτους σε κατάσταση πτώχευσης. Η εκτίναξη της ανεργίας, η διακοπή λειτουργίας μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, η εξαθλίωση των εργαζομένων, μισθωτών και μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου, έφεραν μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιμέτωπο με το φάσμα της πείνας, ακόμα και με τον κίνδυνο θανάτων από πείνα. Κι όμως! Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν πέθανε κανένας από πείνα εκείνα τα χρόνια, αλλά πολύ γρήγορα επιβλήθηκε η λήψη μέτρων για την οικονομική ανακούφιση των λαϊκών τάξεων, με την καθιέρωση μαζικών διανομών τροφίμων, επιδομάτων σε ανέργους, ακόμα και με την επέκταση του νηπιώδους ως τότε συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Το αποτέλεσμα αυτό προέκυψε μέσα από τον συνδυασμό των αγώνων του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος με ένα ισχυρό δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης, που βασίστηκε στις μορφές αλληλεγγύης που διατηρούσαν στην καθημερινότητά τους οι σχετικά νεοσύστατοι προσφυγικοί συνοικισμοί, αλλά επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν της εργατικές και λαϊκές συνοικίες και πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα. Πάνω σ’ αυτή την πρόσφατη τότε εμπειρία θεμελιώθηκε το γιγαντιαίων διαστάσεων κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης και στα χρόνια της Κατοχής. Όσο κι αν συνήθως παραβλέπεται ή έστω υποτιμάται, η Μάχη της Επιβίωσης που έδωσε το ΕΑΜ από τον πρώτο καιρό της συγκρότησής του, κατά τον κρίσιμο χειμώνα του 1941-42 και στη συνέχεια, ήταν που εξάλειψε τη μοιρολατρική αποδοχή της τραγικής πραγματικότητας που επέβαλε η φασιστική κατοχή, ανασυγκρότησε τον διαρρηγμένο κοινωνικό ιστό στις εργατικές και λαϊκές συνοικίες και πόλεις και στην ύπαιθρο, αναπτέρωσε το ηθικό του λαού, δημιουργώντας του την αίσθηση της αυτοπεποίθησης, ότι, όπως μπορεί να αντιμετωπίζει την πείνα με συλλογικές μορφές αλληλεγγύης και διεκδίκησης, έτσι μπορεί να αντιμετωπίσει και τους κατακτητές. Όπως έγραφε ο Δημήτρης Γληνός στο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», δεν μπορείς να ζητήσεις από έναν λαό εξαθλιωμένο να πολεμήσει. Η αναγνώριση της τεράστιας προσφορά της Μάχης της Επιβίωσης στην ανάπτυξη του αντιστασιακού μας κινήματος εκφράστηκε και με το τραγούδι που βρέθηκε στα χείλη της μεγάλης πλειονότητας του λαού μας, όταν πλέον το κίνημα Αντίστασης είχε φουντώσει για τα καλά: «Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά». Για ένα δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης Οι εργατικές και λαϊκές συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων είναι αυτές που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Η τεράστια πλειονότητα των κατοίκων τους ανήκει σ’ εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται άμεσα από τις συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών, και ήδη έχουν φανεί έντονα τα προβλήματα στην καθημερινότητα της ζωής τους. Η συγκρότηση και ανάπτυξη δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης προσλαμβάνει, ως εκ τούτου, χαρακτήρα επείγοντος, καθώς η οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες. Η δυναμική κάλυψη του κενού με τη φασιστική δημαγωγία και τη μετατόπιση της αντίθεσης από αντίθεση μεταξύ του εργαζόμενου λαού και των κυρίαρχων οικονομικο-πολιτικών δυνάμεων, σε αντίθεση μέσα στις τάξεις του ίδιου του λαού, δεν είναι κάποιος δευτερεύων κίνδυνος. Πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα, όμως, βρίσκεται αυτή καθαυτή η ανάγκη να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ώστε κανένας συμπολίτης μας να μη μείνει μόνος απέναντι στην κρίση, από καμιά άποψη. Να μη στερηθεί κανένας το καθημερινό φαγητό. Με την ίδρυση λαϊκών κοινωνικών παντοπωλείων και την ανάπτυξη δικτύου τροφοδότησης κατευθείαν από τους παραγωγούς, χωρίς τη μεσολάβηση εμπορικού κυκλώματος, με την οργανωμένη μαζική απαίτηση μείωσης των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης από τα σουπερμάρκετ, με την απαίτηση λειτουργίας συσσιτίων με ευθύνη των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κι εκεί που χρειάζεται με την ίδρυση και λειτουργία τους με λαϊκή πρωτοβουλία. Να μη λείψουν από κανέναν τα ρούχα και τα παπούτσια. Με την οργάνωση και λειτουργία ανταλλακτικών παζαριών, με την εξαπόλυση εκστρατείας με σύνθημα «Δεν πετάμε τίποτα! Το καθετί μπορεί να είναι χρήσιμο σε κάποιον άλλον». Με αξιοποίηση τοπικών βιοτεχνιών για την προμήθεια προϊόντων σε χαμηλές τιμές. Να μη μείνει κανένα νοικοκυριό χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή νερό. Με την οργάνωση συνεργείων επανασύνδεσης, με μαζικές κινητοποιήσεις που να απαιτήσουν την παράταση του χρόνου μέχρι τη διακοπή, καθώς και τη δραστική μείωση της τιμής των παρεχομένων υπηρεσιών, ακόμα και τη δωρεάν παροχή του σε άνεργους, άπορους, χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους. Στον βαθμό που το κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης αναπτύσσεται, μπορεί να εκφραστεί και με τη μαζική άρνηση πληρωμής λογαριασμών για την άσκηση πίεσης. Θα τολμήσουν να κόψουν το ρεύμα σε ολόκληρη την περιοχή; Κανένας δεν επιτρέπεται να μείνει χωρίς γιατρό ή χωρίς φάρμακα. Η ίδρυση λαϊκών κοινωνικών ιατρείων, με την εθελοντική προσφορά γιατρών και αργότερα με την επαγγελματική τους απασχόληση με αμοιβή χαμηλή μεν αλλά αξιοπρεπή, αποτελεί επιτακτική προτεραιότητα. Όπως και η ένταξη φαρμακείων της περιοχής στο δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης, με την προσφορά φαρμάκων σε άπορους συμπολίτες μας και την κάλυψη των εξόδων από λαϊκό ταμείο αλληλεγγύης, σε συνδυασμό και με την οργάνωση κινητοποιήσεων για την επιβολή της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τα νοσοκομεία της ευρύτερης περιοχής. Ακόμα και με τη μορφή κατάληψής τους, με όρους μαζικούς και σε συνεννόηση με το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Κανένα παιδί να μη μείνει χωρίς βιβλία, κανένα σχολείο να μη λειτουργήσει τον χειμώνα χωρίς θέρμανση. Αν χρειαστεί, σε συνεργασία με τους συλλόγους εκπαιδευτικών και γονέων και κηδεμόνων, να αρνηθούμε να στείλουμε τα παιδιά μας σε σχολεία διαλυμένα. Θα τολμήσουν να κηρύξουν άκυρη τη σχολική χρονιά σε ολόκληρες συνοικίες; Πόσο μάλλον, αν το παράδειγμα το ακολουθήσουν και άλλες περιοχές; Επιβάλλεται να δοθεί συντριπτικό πλήγμα στον αποκλεισμό εκατοντάδων παιδιών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με την ίδρυση κοινωνικών φροντιστηρίων. Με εθελοντική συμμετοχή εκπαιδευτικών, με την επαγγελματική απασχόλησή τους κατόπιν, έξω από τα κυκλώματα της εμπορευματοποιημένης παραπαιδείας. Αντίστοιχα, θα πρέπει να λειτουργήσουν κοινωνικά φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Η διοργάνωση με κάθε ευκαιρία λαϊκών γιορτών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, το αγκάλιασμα και η προβολή πρωτοβουλιών νέων παιδιών, μουσικών συγκροτημάτων, η δημιουργία θεατρικών και κινηματογραφικών ομάδων, η εξασφάλιση της δυνατότητας καθενός να συμμετέχει στον πολιτισμό, στη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, δεν μπορεί παρά να αποτελεί, επίσης, βασικό στόχο ενός κινήματος κοινωνικής αλληλεγγύης. Επιδιώκουν να μας μετατρέψουν σε υποτακτικούς και εξαθλιωμένους μαζανθρώπους. Θα απαντήσουμε με την αντιπαράταξη ενός λαϊκού πολιτιστικού μετώπου, θέτοντας τις βάσεις μια νέας πολιτιστικής αναγέννησης. Σε ένα πλατύ λαϊκό κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης, στη συγκρότηση ενός δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της κρίσης, έχει θέση καθένας και καθεμιά που αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητά του. Προφανώς, δεν έχουν καμιά θέση οποιοιδήποτε θέλουν να στρέψουν τμήματα των λαϊκών τάξεων, στρωμάτων ή κατηγοριών ενάντια σε άλλα. Κατά συνέπεια, οι φασίστες, οι ρατσιστές, οι κυνηγοί κεφαλών φτωχών ανθρώπων αποκλείονται εξ ορισμού. Σε ένα λαϊκό κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης δεν έχουν θέση οι διαχωρισμοί μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών. Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί να έχει καθένας για το μεταναστευτικό ζήτημα, η στοιχειώδης εξασφάλιση κοινωνικής προστασίας όλων των κοινωνικών ομάδων που υφίστανται στις συνέπειες της κρίσης αποτελεί και την ασφαλέστερη εγγύηση για την ένταξη όλων στον κοινωνικό κορμό και για την αντιμετώπιση εκείνων των φαινομένων παραβατικότητας που προκαλεί η έσχατη εξαθλίωση. Ένα κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι σαφώς κίνημα με πολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν στοχεύει στη φιλανθρωπία, αλλά στην ανάπτυξη νέων μορφών λαϊκής συλλογικότητας και κινητοποίησης, με διακηρυγμένη την αντίθεσή του στην κυρίαρχη πολιτική που μας οδηγεί στην οικονομική εξαθλίωση και την ηθική εξαχρείωση. Αυτό δεν σημαίνει πως θα μετατραπεί σε πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ εκπροσώπων κομματικών σχηματισμών, κάτι που θα το οδηγούσε σε βέβαιη απομαζικοποίηση και αποτυχία. Δεν μπορεί να αποκλειστεί κανένας, ακόμα και κάποιος που πολιτικά μπορεί να στηρίζει δυνάμεις που ευθύνονται για την κοινωνική καταστροφή, αλλά αναγνωρίζει την ανάγκη διαμόρφωσης δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης. Η εξασφάλιση της ευρύτητας δεν σημαίνει την αποσιώπηση της ευθύνης αυτών των δυνάμεων, αλλά συνάμα δεν μπορεί να επιτευχθεί να αποκλεισμούς λαϊκών ανθρώπων που εξακολουθούν να τις εμπιστεύονται. Δεν ιδρύουμε πολιτικό κόμμα ούτε πολιτικό μέτωπο. Συγκροτούμε δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης και η ορθότητα της πολιτικής πρότασης καθενός (ατόμου και κοινωνικής ή πολιτικής συλλογικότητας) που συμμετέχει σ’ αυτό κρίνεται από την προσφορά του στην υλοποίηση στόχων που απορρέουν από τη συνειδητοποίηση της κρισιμότητας της περιόδου που ζούμε ως λαός.
Κανένας μόνος του στην κρίση
Η κρίση και η απειλή κοινωνικής καταστροφής Όταν στις 23 Απριλίου 2010 ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανακοίνωνε την απόφαση προσφυγής στο ΔΝΤ και στους μηχανισμούς της Ε.Ε. και της ΕΚΤ για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, ήταν σαφές πως άνοιγε μια καινούργια σελίδα στην ιστορία αυτού του τόπου. Δυο χρόνια αργότερα, είναι κοινή διαπίστωση όλων, εντός και εκτός Ελλάδας, ότι η χώρα μας ζει μια από τις χειρότερες περιόδους της νεότερης ιστορίας της, καθώς την εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας και τον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας συνοδεύουν εντεινόμενα φαινόμενα κοινωνικής καταστροφής, που τείνει να προσλάβει πρωτοφανείς, για τα μεταπολεμικά δεδομένα, διαστάσεις. Η κοινωνική καταστροφή έγκειται, κατά κύριο λόγο, στη ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, των μισθωτών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, των αυτοαπασχολούμενων επαγγελματιών της πόλης και της υπαίθρου, των μικροβιοτεχνών, των μικρεμπόρων, της μεγάλης πλειονότητας των κάθε είδους μικροεπιχειρηματιών. Η απαξίωση της εργασίας, με τις περικοπές μισθών που καταδικάζουν μεγάλο μέρος των εργαζομένων να ζει πολύ κάτω από τα όρια της φτώχειας, σε συνδυασμό με την εκρηκτική άνοδο του ποσοστού των ανέργων, που έφτασε πια τα επίπεδα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, έχει άμεσες επιπτώσεις και στα μικροϊδιοκτητικά λαϊκά στρώματα, με την αθρόα συρρίκνωση του κύκλου εργασιών και τη διακοπή λειτουργίας μικροεπιχειρήσεων, που οδηγεί στην πύκνωση των γραμμών των νεόπτωχων και των ανέργων και με κόσμο προερχόμενο και από τα στρώματα αυτά. Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης είναι ιδιαίτερα οδυνηρές για τη νεολαία μας, η μεγάλη πλειονότητα της οποίας βρίσκεται αντιμέτωπη με την πραγματικότητα ή την άμεση απειλή της ανεργίας, ενώ ο τόπος μας αρχίζει να ζει και πάλι τον εφιάλτη της μαζικής μετανάστευσης, που τώρα πια αφορά κυρίως σε ειδικευμένο δυναμικό και ιδιαίτερα σε πτυχιούχους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Την εικόνα της κοινωνικής καταστροφής συμπληρώνει η τάση συρρίκνωσης έως και διάλυσης κάθε μορφής κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας, που είναι ολοφάνερη πια στον τομέα της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης. Όλο και μεγαλύτερα τμήματα του λαού μας τείνουν να στερηθούν ακόμα και τις στοιχειώδεις παροχές ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με τραγικές συνέπειες κυρίως για τους ηλικιωμένους απόμαχους της εργασίας. Αντίστοιχη απαξίωση κάθε έννοιας δικαιώματος σε δημόσιες υπηρεσίες διαπιστώνεται και εντείνεται στον τομέα της εκπαίδευσης, όπου φέτος τα σχολεία λειτούργησαν χωρίς βιβλία, πολλά απ’ αυτά και χωρίς θέρμανση, ενώ η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση καθίσταται αδύνατη για όλο και αυξανόμενο ποσοστό νέων, που οι οικογένειές τους αδυνατούν, πλέον, να ανταποκριθούν στα έξοδα που συνεπάγεται το μοναδικό σε όλη την Ευρώπη φαινόμενο της παραπαιδείας των φροντιστηρίων. Σημαντική πλευρά των φαινομένων κοινωνικής καταστροφής αποτελεί η εξάπλωση μιας αίσθησης ανημπόριας και αδιεξόδου, που σχετίζεται άμεσα τόσο με την αλματώδη αύξηση ψυχικών νοσημάτων, με κύρια εκδήλωση τη μαζική κατάθλιψη, όσο και με την κατακόρυφη αύξηση των αυτοκτονιών. Αντιστοίχως, εξαιρετικά απειλητική προβάλλει η ένταση της εγκληματικότητας, που τείνει να προσλάβει πρωτοφανή χαρακτηριστικά, εντείνοντας το συνολικότερο κλίμα ανασφάλειας και δημιουργώντας ευνοϊκό πεδίο για την ασύδοτη τρομοκρατική και δολοφονική δράση φασιστικών παρακρατικών μηχανισμών. Περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε, σε όλη τη μεταπολεμική ιστορία αυτού του τόπου, το κυρίαρχο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης, ο περιορισμός των λαϊκών δημοκρατικών ελευθεριών, η εντεινόμενη οικονομική εξαθλίωση και η δυναμική προβολή του φασισμού ως διεξόδου, διαμορφώνουν έναν εκρηκτικό συνδυασμό που προμηνύει ένα ζοφερό μέλλον για τον λαό μας, για τη ζωή μας, για τον τόπο μας. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση και τους τεράστιους κινδύνους που προδιαγράφονται, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι ίδια με αυτήν που έδωσε ο λαός μας σε άλλες κρίσιμες στιγμές της ιστορίας του και συνοψίζεται σε δυο λέξεις: Αλληλεγγύη-Αντίσταση! Η ιστορική εμπειρία. Η αντιμετώπιση του κινδύνου κοινωνικής καταστροφής στα χρόνια της κρίσης του ’30 και στην περίοδο της Κατοχής. Προφανώς, δεν είναι η πρώτη φορά που έχουμε βρεθεί ως ελληνικός λαός μπροστά στο φάσμα της κοινωνικής καταστροφής. Σε δυο περιπτώσεις, με τη μεγάλη παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και με την κατάκτηση της πατρίδας μας από τις δυνάμεις του φασιστικού Άξονα, ζήσαμε καταστάσεις που δεκαετίες μετά εξακολουθούν να παραμένουν εφιαλτικές στην ιστορική μνήμη. Εντούτοις, και στις δυο αυτές περιπτώσεις, ο λαός μας μπόρεσε να ανταπεξέλθει και να βγει νικητής, εξαιτίας ακριβώς του συνδυασμού της Αλληλεγγύης με την Αντίσταση. Έχουν ειπωθεί και έχουν γραφτεί πολλά για τους συνδικαλιστικούς αγώνες της περιόδου 1930-36 και ακόμα περισσότερα για το μεγάλο κίνημα της Εθνικής Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής. Λίγα, όμως, είναι γνωστά για το υπόβαθρο πάνω στο οποία στηρίχτηκαν και οικοδομήθηκαν όλα αυτά, και που δεν είναι άλλο από την ανάπτυξη και στις δυο περιπτώσεις κινημάτων κοινωνικής αλληλεγγύης. Η αναφορά σ’ αυτά τα κινήματα, η άντληση από την εμπειρία τους, η μελέτη των μορφών εκδήλωσής τους, μας είναι και σήμερα εξαιρετικά πολύτιμη, καθώς βιώνουμε καταστάσεις που θυμίζουν έντονα εκείνους τους καιρούς, τηρουμένων βέβαια των όποιων αναλογιών. Η κρίση του 1929 έκανε την εμφάνισή της πολύ σύντομα και στην Ελλάδα, για να αποκορυφωθεί το 1932 με την κήρυξη του ελληνικού κράτους σε κατάσταση πτώχευσης. Η εκτίναξη της ανεργίας, η διακοπή λειτουργίας μεγάλων και μικρών επιχειρήσεων, η εξαθλίωση των εργαζομένων, μισθωτών και μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου, έφεραν μεγάλο μέρος του πληθυσμού αντιμέτωπο με το φάσμα της πείνας, ακόμα και με τον κίνδυνο θανάτων από πείνα. Κι όμως! Στην Ελλάδα όχι μόνο δεν πέθανε κανένας από πείνα εκείνα τα χρόνια, αλλά πολύ γρήγορα επιβλήθηκε η λήψη μέτρων για την οικονομική ανακούφιση των λαϊκών τάξεων, με την καθιέρωση μαζικών διανομών τροφίμων, επιδομάτων σε ανέργους, ακόμα και με την επέκταση του νηπιώδους ως τότε συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Το αποτέλεσμα αυτό προέκυψε μέσα από τον συνδυασμό των αγώνων του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος με ένα ισχυρό δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης, που βασίστηκε στις μορφές αλληλεγγύης που διατηρούσαν στην καθημερινότητά τους οι σχετικά νεοσύστατοι προσφυγικοί συνοικισμοί, αλλά επεκτάθηκε σε όλες σχεδόν της εργατικές και λαϊκές συνοικίες και πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα. Πάνω σ’ αυτή την πρόσφατη τότε εμπειρία θεμελιώθηκε το γιγαντιαίων διαστάσεων κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης και στα χρόνια της Κατοχής. Όσο κι αν συνήθως παραβλέπεται ή έστω υποτιμάται, η Μάχη της Επιβίωσης που έδωσε το ΕΑΜ από τον πρώτο καιρό της συγκρότησής του, κατά τον κρίσιμο χειμώνα του 1941-42 και στη συνέχεια, ήταν που εξάλειψε τη μοιρολατρική αποδοχή της τραγικής πραγματικότητας που επέβαλε η φασιστική κατοχή, ανασυγκρότησε τον διαρρηγμένο κοινωνικό ιστό στις εργατικές και λαϊκές συνοικίες και πόλεις και στην ύπαιθρο, αναπτέρωσε το ηθικό του λαού, δημιουργώντας του την αίσθηση της αυτοπεποίθησης, ότι, όπως μπορεί να αντιμετωπίζει την πείνα με συλλογικές μορφές αλληλεγγύης και διεκδίκησης, έτσι μπορεί να αντιμετωπίσει και τους κατακτητές. Όπως έγραφε ο Δημήτρης Γληνός στο «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», δεν μπορείς να ζητήσεις από έναν λαό εξαθλιωμένο να πολεμήσει. Η αναγνώριση της τεράστιας προσφορά της Μάχης της Επιβίωσης στην ανάπτυξη του αντιστασιακού μας κινήματος εκφράστηκε και με το τραγούδι που βρέθηκε στα χείλη της μεγάλης πλειονότητας του λαού μας, όταν πλέον το κίνημα Αντίστασης είχε φουντώσει για τα καλά: «Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά». Για ένα δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης Οι εργατικές και λαϊκές συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων είναι αυτές που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα. Η τεράστια πλειονότητα των κατοίκων τους ανήκει σ’ εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται άμεσα από τις συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών, και ήδη έχουν φανεί έντονα τα προβλήματα στην καθημερινότητα της ζωής τους. Η συγκρότηση και ανάπτυξη δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης προσλαμβάνει, ως εκ τούτου, χαρακτήρα επείγοντος, καθώς η οποιαδήποτε καθυστέρηση μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες. Η δυναμική κάλυψη του κενού με τη φασιστική δημαγωγία και τη μετατόπιση της αντίθεσης από αντίθεση μεταξύ του εργαζόμενου λαού και των κυρίαρχων οικονομικο-πολιτικών δυνάμεων, σε αντίθεση μέσα στις τάξεις του ίδιου του λαού, δεν είναι κάποιος δευτερεύων κίνδυνος. Πάνω απ’ όλα και πριν απ’ όλα, όμως, βρίσκεται αυτή καθαυτή η ανάγκη να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ώστε κανένας συμπολίτης μας να μη μείνει μόνος απέναντι στην κρίση, από καμιά άποψη. Να μη στερηθεί κανένας το καθημερινό φαγητό. Με την ίδρυση λαϊκών κοινωνικών παντοπωλείων και την ανάπτυξη δικτύου τροφοδότησης κατευθείαν από τους παραγωγούς, χωρίς τη μεσολάβηση εμπορικού κυκλώματος, με την οργανωμένη μαζική απαίτηση μείωσης των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης από τα σουπερμάρκετ, με την απαίτηση λειτουργίας συσσιτίων με ευθύνη των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κι εκεί που χρειάζεται με την ίδρυση και λειτουργία τους με λαϊκή πρωτοβουλία. Να μη λείψουν από κανέναν τα ρούχα και τα παπούτσια. Με την οργάνωση και λειτουργία ανταλλακτικών παζαριών, με την εξαπόλυση εκστρατείας με σύνθημα «Δεν πετάμε τίποτα! Το καθετί μπορεί να είναι χρήσιμο σε κάποιον άλλον». Με αξιοποίηση τοπικών βιοτεχνιών για την προμήθεια προϊόντων σε χαμηλές τιμές. Να μη μείνει κανένα νοικοκυριό χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή νερό. Με την οργάνωση συνεργείων επανασύνδεσης, με μαζικές κινητοποιήσεις που να απαιτήσουν την παράταση του χρόνου μέχρι τη διακοπή, καθώς και τη δραστική μείωση της τιμής των παρεχομένων υπηρεσιών, ακόμα και τη δωρεάν παροχή του σε άνεργους, άπορους, χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους. Στον βαθμό που το κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης αναπτύσσεται, μπορεί να εκφραστεί και με τη μαζική άρνηση πληρωμής λογαριασμών για την άσκηση πίεσης. Θα τολμήσουν να κόψουν το ρεύμα σε ολόκληρη την περιοχή; Κανένας δεν επιτρέπεται να μείνει χωρίς γιατρό ή χωρίς φάρμακα. Η ίδρυση λαϊκών κοινωνικών ιατρείων, με την εθελοντική προσφορά γιατρών και αργότερα με την επαγγελματική τους απασχόληση με αμοιβή χαμηλή μεν αλλά αξιοπρεπή, αποτελεί επιτακτική προτεραιότητα. Όπως και η ένταξη φαρμακείων της περιοχής στο δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης, με την προσφορά φαρμάκων σε άπορους συμπολίτες μας και την κάλυψη των εξόδων από λαϊκό ταμείο αλληλεγγύης, σε συνδυασμό και με την οργάνωση κινητοποιήσεων για την επιβολή της δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τα νοσοκομεία της ευρύτερης περιοχής. Ακόμα και με τη μορφή κατάληψής τους, με όρους μαζικούς και σε συνεννόηση με το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Κανένα παιδί να μη μείνει χωρίς βιβλία, κανένα σχολείο να μη λειτουργήσει τον χειμώνα χωρίς θέρμανση. Αν χρειαστεί, σε συνεργασία με τους συλλόγους εκπαιδευτικών και γονέων και κηδεμόνων, να αρνηθούμε να στείλουμε τα παιδιά μας σε σχολεία διαλυμένα. Θα τολμήσουν να κηρύξουν άκυρη τη σχολική χρονιά σε ολόκληρες συνοικίες; Πόσο μάλλον, αν το παράδειγμα το ακολουθήσουν και άλλες περιοχές; Επιβάλλεται να δοθεί συντριπτικό πλήγμα στον αποκλεισμό εκατοντάδων παιδιών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με την ίδρυση κοινωνικών φροντιστηρίων. Με εθελοντική συμμετοχή εκπαιδευτικών, με την επαγγελματική απασχόλησή τους κατόπιν, έξω από τα κυκλώματα της εμπορευματοποιημένης παραπαιδείας. Αντίστοιχα, θα πρέπει να λειτουργήσουν κοινωνικά φροντιστήρια ξένων γλωσσών. Η διοργάνωση με κάθε ευκαιρία λαϊκών γιορτών και πολιτιστικών εκδηλώσεων, το αγκάλιασμα και η προβολή πρωτοβουλιών νέων παιδιών, μουσικών συγκροτημάτων, η δημιουργία θεατρικών και κινηματογραφικών ομάδων, η εξασφάλιση της δυνατότητας καθενός να συμμετέχει στον πολιτισμό, στη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, δεν μπορεί παρά να αποτελεί, επίσης, βασικό στόχο ενός κινήματος κοινωνικής αλληλεγγύης. Επιδιώκουν να μας μετατρέψουν σε υποτακτικούς και εξαθλιωμένους μαζανθρώπους. Θα απαντήσουμε με την αντιπαράταξη ενός λαϊκού πολιτιστικού μετώπου, θέτοντας τις βάσεις μια νέας πολιτιστικής αναγέννησης. Σε ένα πλατύ λαϊκό κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης, στη συγκρότηση ενός δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση της κρίσης, έχει θέση καθένας και καθεμιά που αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητά του. Προφανώς, δεν έχουν καμιά θέση οποιοιδήποτε θέλουν να στρέψουν τμήματα των λαϊκών τάξεων, στρωμάτων ή κατηγοριών ενάντια σε άλλα. Κατά συνέπεια, οι φασίστες, οι ρατσιστές, οι κυνηγοί κεφαλών φτωχών ανθρώπων αποκλείονται εξ ορισμού. Σε ένα λαϊκό κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης δεν έχουν θέση οι διαχωρισμοί μεταξύ Ελλήνων και μεταναστών. Ανεξάρτητα από την άποψη που μπορεί να έχει καθένας για το μεταναστευτικό ζήτημα, η στοιχειώδης εξασφάλιση κοινωνικής προστασίας όλων των κοινωνικών ομάδων που υφίστανται στις συνέπειες της κρίσης αποτελεί και την ασφαλέστερη εγγύηση για την ένταξη όλων στον κοινωνικό κορμό και για την αντιμετώπιση εκείνων των φαινομένων παραβατικότητας που προκαλεί η έσχατη εξαθλίωση. Ένα κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης είναι σαφώς κίνημα με πολιτικά χαρακτηριστικά. Δεν στοχεύει στη φιλανθρωπία, αλλά στην ανάπτυξη νέων μορφών λαϊκής συλλογικότητας και κινητοποίησης, με διακηρυγμένη την αντίθεσή του στην κυρίαρχη πολιτική που μας οδηγεί στην οικονομική εξαθλίωση και την ηθική εξαχρείωση. Αυτό δεν σημαίνει πως θα μετατραπεί σε πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ εκπροσώπων κομματικών σχηματισμών, κάτι που θα το οδηγούσε σε βέβαιη απομαζικοποίηση και αποτυχία. Δεν μπορεί να αποκλειστεί κανένας, ακόμα και κάποιος που πολιτικά μπορεί να στηρίζει δυνάμεις που ευθύνονται για την κοινωνική καταστροφή, αλλά αναγνωρίζει την ανάγκη διαμόρφωσης δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης. Η εξασφάλιση της ευρύτητας δεν σημαίνει την αποσιώπηση της ευθύνης αυτών των δυνάμεων, αλλά συνάμα δεν μπορεί να επιτευχθεί να αποκλεισμούς λαϊκών ανθρώπων που εξακολουθούν να τις εμπιστεύονται. Δεν ιδρύουμε πολιτικό κόμμα ούτε πολιτικό μέτωπο. Συγκροτούμε δίκτυο κοινωνικής αλληλεγγύης και η ορθότητα της πολιτικής πρότασης καθενός (ατόμου και κοινωνικής ή πολιτικής συλλογικότητας) που συμμετέχει σ’ αυτό κρίνεται από την προσφορά του στην υλοποίηση στόχων που απορρέουν από τη συνειδητοποίηση της κρισιμότητας της περιόδου που ζούμε ως λαός.