Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας Η ιστορία ειναι πραγματική. Την αφηγήθηκε σε δικηγόρο πελάτισσα μπατσίνα που υπηρετεί στο Α/Τ Ομόνοιας.
Την πετάξανε σ΄ενα κελι, μαζι με τις αλλες. Η ώρα 11:00.
Σε μισή ωρίτσα πλακώσανε οι δικηγόροι. Μια – μια οι αλλοδαπές την έκαναν. Πληρώνανε οι νταβατζήδες τους. Ξέμεινε η Αννα.
- Ο δικός σου ο δικηγόρος? - Δεν έχω δικηγόρο…
Οι μπάτσοι κάτι μυρίστηκαν. Έχουνε δει πολλά τα μάτια τους. Την πήρανε την Άννα, την πήγανε στον αξιωματικό υπηρεσίας. - Από που ξεφύτρωσες εσύ?
Η Άννα κάτι πήγε να ψελλίσει αλλά δεν της έβγαινε ήχος. Μόνο ένα δάκρυ. Κι αυτό στεγνό… Η μπατσίνα, που έκοβε χαρτόσημα στο γραφείο, επηρεάστηκε. Εντάξει. Δεν είναι και το πιο συνηθισμένο να βλέπεις Ελληνίδες και καλοβαλμένες κοπέλες σαν την Άννα, να κάνουνε πιάτσα στη Μένανδρου. Άσε που εκτός της ταυτότητας, είχανε βρει στο τσαντάκι της και κάτι φωτογραφίες. Κι ανάμεσα στις άλλες φωτογραφίες, ένα βρέφος ολίγων μηνών.
- Το μωρό ποιας είναι?- Δικό μου- Πόσο μηνών?- Έξη- Και που το έχεις τώρα?- Το φυλάει ο άντρας μου- Και ξέρει ο άντρας σου που γυρνάς?- Οχι δεν το ξέρει…
Βουβαμάρα. Οι μπάτσοι αλληλοκοιταζόντουσαν. Ήτανε κι η πελάτισσα μου, που την είχε πιάσει το μητρικό. Μανούλα κι αυτή. Σηκώνεται, φέρνει στην Άννα λίγο καφέ.- Γιατί ρε κοπέλα μου? Έτσι ξερά, ένα “ Γιατί”. Και σαν τι άλλο να πεις? Να πεις δηλαδή οτι η Άννα που έλιωσε βρακάκια να σπουδάσει Φιλοσοφική Αθηνών κι εξόν από το ξεφτιλισμένο το πτυχίο είχε και ένα μεταπτυχιακό στην ιστορία της Τέχνης, δούλευε τώρα σε ένα πολυεθνικό σούπερ μάρκετ για 480 ευρώ το μήνα? Κι επιπλέον την πιάνουνε να κάμεις πιάτσα στα Χαυτεία? Στα κωλάδικα που πάνε για να πηδήξουν οι Πακιστανοί? Πως να το πεις? Γιατί άμα το πεις, έρχεται η σειρά του να ρωτήσεις και για πιο λόγο γίνανε όλα αυτά? Και ποιος φταίει? Και μήπως φταις κι εσύ που γίνανε όλα αυτά, όπως σκατά γίνανε. Και δεν το λες. Λες μόνον ένα ξερό “ γιατί”, που μέσα στη γύμνια του, είναι ντυμένο όλα τα θανάσιμα ερωτήματα αυτού του κόσμου… Γιατί? Γιατί έτσι…
Γιατί πολύ απλά, τα 480 ευρόπουλα που της δίνουνε της Άννας οι πολυεθνικοί υπεράρπαγες δεν φτάνουν ούτε για το νοίκι με τα κοινόχρηστα. Γιατί ο άντρας της το έκλεισε το μαγαζί του και δεν λογίζεται ούτε ως άνεργος, για να του πετάνε τουλάχιστον ένα επίδομα. Γιατί αν δεν πλήρωνε το χαράτσι αυτό τον μήνα θα της κόβανε και το ρεύμα. Και πάνω απ ‘ όλα γιατί η Άννα έχει ένα βρέφος έξη μηνών. Που ξυπνάει τις νύχτες και σπαράζει στο κλάμα, άμα δεν του έχουνε έτοιμο το αποστειρωμένο μπιμπερό με το γάλα. Και τι γάλα? Όχι το γάλα που πουλάνε στα περίπτερα. Το άλλο το γάλα. Που είναι για τα μωρά. Το ακριβό. Το «Αλμυρόν»… Γιατί τα βρέφη δεν μπορούνε να φάνε ροβίθια ή φακές που φέρνει κάθε μεσημέρι ο άντρας της απο τα συσσίτια της εκκλησίας. Ούτε να καταλάβουνε οτι σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχουνε άνθρωποι που βγάζουν σε μια μέρα τόσα ευρόπουλα, όσα χρειάζεται μια οικογένεια για να ζήσει ένα χρόνο! Κι οτι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, προκειμένου να βγάλουν άλλα τόσα παραπάνω [και τι να τα κάνουνε γαμώ την τρέλα μου?] είναι ικανοί να στείλουν στο θάνατο χιλιάδες οικογένειες. Όχι! Τα βρέφη δεν τα καταλαβαίνουν αυτά. Τα βρέφη διαθέτουν μόνον τη σοφία της ζωής. Που λέει οτι κάθε άνθρωπος που έρχεται σ' αυτόν τον κόσμο δικαιούται ένα μερίδιο στο φως, στην τροφή και στην ελπίδα… Αυτό καταλαβαίνουν τα βρέφη και αυτό είναι που σε μαχαιρώνει στην καρδιά, οπότε τ’ ακούς να σπαράζουν στο κλάμα από την πείνα. Και το Αλμυρόν έχει λεφτά. Πως να το αγοράσει η Άννα, που δεν έβρισκε στο πορτοφόλι της παρά μισό σεντ και δυο φωτογραφίες? Τις φωτογραφίες της ζωής της, που δεν άξιζε πια ούτε ένα κουτάκι αλμυρόν. Τη μικρή συσκευασία…
Κι έτσι η Άννα πήρε το τσαντάκι της και την έκαμε για την οδο Μένανδρου. Τριάντα ευρόπουλα ο πελάτης. Είκοσι παίρνεις για το μουνί σου και δέκα δίνεις στο ξενοδοχείο. Στήνεις κώλο στον πρώτο βρομιάρη που θα στα δώσει και μετράς τις φτυσιές. Ένας, δυο, τρεις πελάτες και να το το αλμυρόν και νατα τα τσιγάρα. Σου μένει και κάτι τις να αγοράσεις ένα μπουκάλι κρασί να το πιεις με τον Αλέξανδρο σου [άλλος πτυχιούχος κι αυτός], να ξεχαστείς λιγάκι. Τριάντα ευρώ. Η τιμή της Άννας. Και για να τα λέμε όπως είναι, το είχε ξανακάνει. Και μια και δυο φορές. Τη μια για να βγάλει τα κοινόχρηστα, την άλλη για να βγάλει το χαράτσι. Μάλιστα! Και είχε ξαναβρεθεί στο ξενοδοχείο της Μένανδρου και είχε ξαναμετρήσει φτυσιές στην ψυχή της. Τριάντα ευρόπουλα το γαμήσι, δεκαπέντε η πίπα. Στα όρθια. Και με τα μάτια κλειστά για να μην της έρθει να ξεράσει. Έτσι ωμά, γιατί έτσι γίνονται. Κι επειδή στην Αλήθεια, δεν μπαίνει προφυλακτικό… Μονάχα που τις άλλες δυο φορές δεν την είχανε τσιμπήσει οι μπάτσοι.
Τώρα όμως την έπιασαν. Και κάθονταν η μπατσίνα από πάνω της και δεν ήξερε τι να πει η γυναίκα. Ο αξιωματικός υπηρεσίας, ξεστόμισε μια βαρεία βρισιά.- Να χέσω που ειμαι άνθρωπος, ρε πούστη μου… Μετά άλλαξε ένα βλέμμα με τους άλλους που ήταν εκεί μέσα. Και με τη μπατσίνα, που έτρωγε τα νύχια της από τον καημό.- Άστην να φύγει. Μην γράφεις τίποτα στο βιβλίο συμβάντων… Η μπατσίνα ευθύς πέταξε και στυλό και μολύβια. Βούτηξε την Άννα απο το μπράτσο. - Φεύγα ρε κορίτσι. Κάντηνε τώρα δα, Πάρε την τσαντούλα σου και χάσου… Αλλά η Άννα τίποτα. Δεν κουνήθηκε καν. - Ορίστε κυρία μου, μούγκρισε ο μπάτσος. είστε ελεύθερη. Γυρίστε στο σπίτι σας και μη σας ξαναπιάσουμε στα μπουρδέλα… - Άιντε, γρήγορα πριν μας την πέσει κανένας μυστήριος και βρούμε τον μπελά μας… Εκεί η Άννα. Δεν έλεγε να σηκωθεί απο το κάθισμα. Οι μπάτσοι τα χάσανε. - Καλά δεν ακούς? - Ακούω - Ε, τότε τράβα σπίτι σου - Δεν γυρνάω σπίτι μου - Τι μας λες ρε κορίτσι? Το χεις κουνημένο? - Το μωρό μου πεινάει, το καταλαβαίνετε? Δεν πρόλαβα να πάρω ούτε έναν πελάτη. Δεν γυρνάω σπίτι μου χωρίς το αλμυρόν… Δεν αντέχω ν ακούω το μωρό μου να σπαράζει στο κλάμα…
Ο αξιωματικός υπηρεσίας, βάρεσε μια γροθιά στον αέρα. Ε, και που να τη βαρέσει ο άνθρωπος? Στα λαμόγια? Στους γραβατοπειρατές? Στους τραπεζίτες? Στις πολυεθνικές? Στα αφεντικά του? Στον διοικητή του? Στο στομάχι του? Ή στο εικόνισμα του Χριστού που δέσποζε επάνω από το γραφείο του.
- Πόσο κάμει αυτό το γαμημένο το αλμυρόν ρε Μαρία? {Μαρία λένε την πελάτισσα μου} - Κανά εικοσάρι… Ο μπάτσος έβγαλε κι έριξε ένα ταλιράκι στο τραπέζι. Μετά ήρθανε κι οι άλλοι. Και η Μαρία, που της είπε της Άννας που διανυκτερεύει φαρμακείο για να το αγοράσει.- Ορίστε. Μαζεύτηκαν αρκετά… Θα χεις να πάρεις και τσιγάρα… Φεύγα και μην ξαναγυρίσεις εκεί ρε κορίτσι… δεν λέει…
Η Άννα τα πήρε και την έκανε.
Για εκείνο το βράδυ τουλάχιστον, ο Άνθρωπος είχε ανεβάσει την τιμή του…
Αναδιμοσίευση από το blog Αιθερόπλωος